Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012



Αφησε λεύτερα τα χέρια μου και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
Αφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν
στους δρόμους του κορμιού σου.
Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -με ανάβει με τρεμουλιαστές φλόγες.
Αλλά εσύ δεν ξέρεις τι είναι τούτο!


Είναι η καταιγίδα των αισθήσεών μου
που διπλώνει τον ευαίσθητο δρυμό των νεύρων μου.
Είναι η σάρκα που φωνάζει με τις διάπυρες γλώσσες της!
Είναι η πυρκαγιά!Και συ είσαι εδώ,
τώρα που η καμμένη μου ζωή πετάει
προς το γεμάτο με άστρα, σαν τη νύχτα, σώμα σου!

Αφησε λεύτερα τα χέρια μου
και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!
υπάρχεις εσύ για να μου δώσεις τα πάντα,
και για να μου δώσεις αυτό που κατέχεις ήρθες στη γη
-όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω
για να σε επιθυμώ,για να σε δεχτώ!

Pablo Neruda


Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Νίκος Καζαντζάκης ''αποσπάσματα ΙΙ'' Oσύσσεια...



"Ακροπόδισε στον αχόρταγο γκρεμό και πολέμα να συντάξεις τ'όραμα. Ανασήκωσε την πολύχρωμη καταπακτή του μυστηρίου τ'άστρα, τις θάλασσες, τους ανθρώπους ,τις Ιδέες΄ δώσε μορφή και νόημα στην άμορφη άμυαλη απεραντοσύνη.


Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέριες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση-κλείσε τον!


Τί θα πεί ευτυχία? Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τί θα πεί φώς? Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.


Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από την γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ'ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στην θάλασσα.


Ποιό είναι το χρέος μας? Να ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή όσο αντέχουν τα σπλάχνα μοας και ν' αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.


Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα μες τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φράνα μαςμελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη.


Σε ένα νησί, αργά, με φοβερόν αγώνα, υψώνεται μέσα από τον ωκεανό του ανύπαρκτου το έργο του ανθρώπου."


Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Ποθώ το στόμα σου – Ποιημα Παμπλο Νερουντα




Ποθώ το στόμα σου , τη φωνή , τα μαλλιά σου ,

Σιωπηλή πεινασμένη ενεδρεύω στους δρόμους ,

Το ψωμί δεν με τρέφει , η αυγή με ταράζει ,

Αναζητώ τον υγρό ήχο των βημάτων σου όλη μέρα .


Ορέγομαι το λαμπερό σου χαμόγελο ,

Τα χέρια σου το χρώμα του άγριου σιταριού ,

Ορέγομαι τα χλωμά πετράδια των νυχιών σου ,

θέλω να καταφάω το δέρμα σου σαν ολόκληρο αμύγδαλο .


Θέλω να καταφάω την ηλιαχτίδα που τρεμοπαίζει στην ομορφιά σου ,

Τη μύτη , άρχοντα του αλαζονικού σου προσώπου ,

θέλω να καταφάω την φευγαλέα σκιά απ τα ματόκλαδα σου .


Και περπατώ πεινασμένη οσφραινόμενη το λυκόφως ,

Ψάχνοντας για εσένα , και τη ζεστή σου καρδιά ,

όπως το πούμα στη χέρσα ερημιά.


Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι Σύννεφο με παντελόνια




Την σκέψη

στο πλαδαρό μυαλό σας που ονειρεύεται,

σαν υπηρέτης λαίμαργος σε καναπέ λιγδιάρικο

με την καρδιά κουρέλι ματωμένο θα ερεθίσω•

χορταστικά χλευαστικός, ξεδιάντροπος και καυστικός.


Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή,

μήτε των γηρατειών την στοργή!

Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη

έρχομ’ όμορφος

στα εικοσιδυό μου χρόνια.


Τρυφεροί μου!

Αφήστε τον έρωτα στα βιολιά

Είναι βάρβαρο στα τύμπανα να μένει.

Και δεν μπορείτε να φέρετε τα πάνω κάτω όπως εγώ,

ώστε να μείνουν μόνο τα χείλη.


Ελάτε να μάθετε –

απ’ το βελούδινο σαλόνι

του τάγματος των αρχαγγέλων το πρωτόκολλο


που ήρεμα τα χείλη ξεφυλλίζει

όπως η μαγείρισσα το βιβλίο των συνταγών.


Πηγαίνετε –

Η σάρκα πάει να με τρελάνει

- κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός –

πηγαίνετε –

θα είμαι άψογα τρυφερός,

δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια!





Πώς η ολάνθιστη Νίκαια υπάρχει δεν πιστεύω!

Και πάλι θα υμνήσω

τους αραχτούς σα νοσοκομεία άντρες

και τις παλιές σαν παροιμίες γυναίκες.


Πιστεύετε πως τούτα δω είναι μαλάριας λόγια;


Κι όμως συνέβη,

Όλα στην Οδησσό έγιναν.


«Θα ’ρθω στις τέσσερις» - είπε η Μαρία.


Οκτώ.

Εννιά.

Δέκα.


Ήρθε το βράδυ

μέσ’ στης νυχτιάς την φρίκη

κι έφυγε από τα παράθυρα

ο σκυθρωπός Δεκέμβρης.


Γελούν και χαχανίζουν

πίσ’ απ’ την γερασμένη πλάτη μου

Τα κηροπήγια.


Να με αναγνωρίσετε τώρα δεν θα ’ταν δυνατό:

ετούτος ο σκληρός ο κολοσσός

στενάζει

και σφαδάζει.


Τι θέλει άραγε τούτος ο σβώλος;

Είναι πολλά εκείνα που ζητά ο σβώλος!


Για μένα, βλέπετε, σημαντικό δεν είναι

Ούτε να είμαι μπρούτζινος

Μήτ’ η καρδιά μου από ατσάλι να ’ναι.

Τη νύχτα θέλω μοναχά η ταραχή μου

Εκεί όπου είναι μαλακά να καλυφθεί,

Εκεί όπου η γυναίκα είναι.


Και να,

Τεράστιος

Στο παραθύρι σκύβω

Το τζάμι με το κούτελο ακουμπώ.

Θα έρθει ο έρωτας ή όχι;

Θα ’ναι τρανός

Ή μήπως μισερός;

Μα σε τέτοιο κορμί μπορεί μεγάλος να ’ναι:

Μικρός θα πρέπει να ’ναι,

Ένας ερωτάκος ταπεινός.

Με των αυτοκινήτων τις κόρνες να τρομάζει

Μα των αλόγων τα σήμαντρα ν’ αγαπά.


Το πρόσωπό μου

Όλο και βυθίζω

Στη βλογιοκομμένη όψη της βροχής,

Είμαι εκεί και περιμένω

Απ’ τα βογκητά της πόλης σαστισμένος.


Το μεσονύχτι, με μαχαίρι σημαδεύει,

τον φτάνει,

τον σφάζει, -

Πάρ’ τον!


Έπεσε η δωδέκατη ώρα,

σαν εκτελεσμένου κεφαλή,


Σταγόνες γκρίζες

στα τζάμια μαζεύτηκαν

μεγάλωσε η γκριμάτσα, πελώρια πια

σαν των χιμαιρών τα ουρλιαχτά

στου Παρισιού την Παναγιά.


Καταραμένη!

Ακόμα δεν σου φτάνει ούτε αυτό;

Το στόμα θα σκιστεί απ’ τ’ ουρλιαχτό.


Στήνω τ’ αυτί κι ακούω:

ησυχία,

σαν άρρωστος πετιέμαι

απ’ το κρεβάτι ευθύς.

Και να –

αφού πρώτα ανακάθισα

μετά να τρέχω άρχισα

ανήσυχος

μα συνεπής.

Μα τώρα πια αυτός και δύο άλλοι

της απόγνωσης σημαδεύουν την κάνη.


Έπεσε ο σοβάς στο κάτω πάτωμα.


Νεύρα –

μεγάλα,

μικρά,

πολλά!

τρέχουν μανιασμένα

και από τα νεύρα

κόβονται τα πόδια!


Στην κάμαρα η νύχτα ρίχν’ ολοένα τις σκιές

μα απ’ το κουρασμένο βλέμμα δεν φεύγουνε αυτές.


Σωπάσαν άξαφνα οι πόρτες

στο ξενοδοχείο

ερημιά.


Μπήκες εσύ,

απότομη σα μούντζα

σφίγγοντας τα καστόρινά σου γάντια,

είπες:

«Ξέρετε, παντρεύομαι…»


Εντάξει λοιπόν, παντρευτείτε.

Και τι μ’ αυτό.

Θα επιβιώσω.

Πόσο είμαι ήρεμος κοιτάξτε.

Σαν του νεκρού

τον σφυγμό.


Θυμάστε;

Είχατε πει:

«Τζακ Λόντον,

χρήματα,

έρωτας,

πάθος» -

Εγώ όμως τότε άλλο είχα δει:

Είστε μια Τζοκόντα

που πρέπει να κλαπεί!


Και κλάπηκε.


Στο παιχνίδι θα ριχτώ ξανά ερωτευμένος

μια φλόγα θα φωτίσει των φρυδιών την ένταση.

Και λοιπόν!

Ακόμη και στο σπίτι που κάηκε κάποτε

ζουν, κάποιες φορές, αλήτες άστεγοι!


Εκνευριστήκατε;

«Έχει λιγότερα λεφτά ένας ζητιάνος

απ’ ό,τι εσείς σμαράγδια τρέλας».

Θυμηθείτε!

Η Πομπηία εχάθηκε

σαν ο Βεζούβιος θύμωσε.


Έι!

Κύριοι!

Εραστές

των ιεροσυλιών

των εγκλημάτων

των σφαγών -

είδατε

ότι το πιο παράξενο απ’ όλα –

είναι το πρόσωπό μου

όταν είμαι ήρεμος απολύτως;


Και ξέρω-

Το «Εγώ»

μου πέφτει λίγο.

Άλλος από μέσα μου θα ξεπεταχτεί.


Allo!

Ποιός είμαι;

Μαμά;

Μαμά!


Ο γιός σας είναι εξαιρετικά άρρωστος!

Μαμά!

Η καρδιά του φλέγεται!

Πείτε στις αδελφές μου, στη Λιούντα και Όλια, -

πως δε θα ξεφύγει πλέον.

Κάθε λέξη,

ακόμα κι αστεία,

που το καυτό του στόμα θα πει

σαν γυμνή πουτάνα θα πέσει

απ’ το φλεγόμενο μπουρδέλο.


Οι άνθρωποι ασφρίζονται-

μύρισε καμένο!

Κόσμος μαζεύτηκε.

Αστράφτουν!

Τα κράνη!

Όχι οι μπότες!

Πείτε στους πυροσβέστες:

στην φλεγόμενη καρδιά να πλησιάσουν τρυφερά.

Είμαι μόνος μου.

Τα δακρυσμένα μάτια μου κουβάδες θα γεμίσουν.

Στο πλάι σας αφήστε με να στηριχτώ.

Αδειάζω! Αδειάζω! Αδειάζω! Αδειάζω!

Σωριάστηκα.

Δεν την αδειάζεις την καρδιά!


Απ’ το καμένο πρόσωπο

απ’ τις ρυτίδες μέσα

καρβουνιασμένο προβάλλει ένα χαμόγελο.


Μαμά!

Να ψάλω δεν μπορώ.

Μεσ’ στης καρδιάς την εκκλησιά κλήρος λειτουργεί!

Καμένες λέξεων και αριθμών φιγούρες

απ’ το κρανίο φεύγουν,

σαν παιδιά που τρέχουν μακριά απ’ την πυρκαγιά!

Κι ο φόβος

απ’ τον ουρανό αφανίζεται

υψώνοντας

της «Λουζιτάνιας» τα φλεγόμενα χέρια.


Στο διαμέρισμα

όπου τρέμοντας οι άνθρωποι κάθονται ήσυχα

μια λάμψη εκατόφεγγη ορμά απ’ την προκυμαία.

Τελευταία κραυγή –

εσύ, τουλάχιστον,

πρόφτασε όσα λέω, εις τους αιώνες.


Άκου ανθρωπάκο ...Βίλχεμ Ράιχ (απόσπασμα)




Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο. Λένε πως χάραξε η εποχή σου, η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου».
Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. Το λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου.
Κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο. Εγώ αυτό έχω να σου πω.
Ο γιατρός, ο τσαγκάρης, ο μηχανικός ή ο εκπαιδευτικός, για να προκόψουν στη δουλειά τους και να κερδίσουν το ψωμί τους, πρέπει να γνωρίζουν τις ελλείψεις τους. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες παίρνεις παγκοσμίως τα ηνία στα χέρια σου. Το μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από τις σκέψεις και τις πράξεις σου. Όμως, οι δάσκαλοι κι οι αφέντες σου δε σου μιλάνε για τον τρόπο που σκέφτεσαι πραγματικά. Δε σου λένε ποιος είσαι στα αλήθεια. Κανένας δεν τολμά να σε φέρει αντιμέτωπο με τη μοναδική πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να σε καταστήσει κύριο του πεπρωμένου σου. Είσαι «ελεύθερος» από μια άποψη μονάχα: ελεύθερος από την αυτοκριτική, που μπορεί να σε βοηθήσει να κουμαντάρεις τη ζωή σου.
Δε σ' άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: «Με εκθειάζετε σαν το μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του κόσμου μου. Αλλά δε μου λέτε πώς γίνεται κανείς αφέντης του εαυτού του. Δε μου λέτε ποια είναι τα λάθη και τα ελαττώματά μου, πού σφάλλω στον τρόπο που σκέφτομαι και πράττω».
Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου». Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός. Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη. Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις. Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο.
Σε καταλαβαίνω! Κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές γυμνό το κορμί και την ψυχή σου. Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια. Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο. Σ' άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι. Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου. Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω. Και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο τρανό σου μέλλον. Μα επειδή το μέλλον σού ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά. Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει:
Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός». Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»...
Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!
«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα;» Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ' ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να 'σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου. Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα 'χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;» Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου; Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.
Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα. Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του. Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει ότι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του. Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει. Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ' αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ' αυτήν κλονίζεται.
Ας αρχίσω, όμως, από τον ανθρωπάκο που έχω μέσα μου.
Επί είκοσι πέντε χρόνια υπερασπίζομαι, γραπτά και προφορικά, το δικαίωμά σου στην ευτυχία. Κατακρίνω την ανικανότητά σου να καρπώνεσαι εκείνο που σου ανήκει, να διασφαλίζεις όσα κέρδισες με αίμα στο Παρίσι και στη Βιέννη, στον αμερικανικό εμφύλιο και τη ρωσική επανάσταση. Μα το Παρίσι σου κατέληξε στον Πετέν και τον Λαβάλ, η Βιέννη σου στον Χίτλερ, η Ρωσία σου στον Στάλιν και η Αμερική σου κινδυνεύει να καταλήξει στα χέρια της Κου Κλουξ Κλαν! Καταφέρνεις να κερδίζεις την ελευθερία σου, μα δεν μπορείς να τη διασφαλίσεις για τον εαυτό σου και τους άλλους. Αυτό το γνώριζα από καιρό. Εκείνο, όμως, που δεν καταλάβαινα ήταν γιατί, αφού κατόρθωνες να βγεις παλεύοντας απ' το βούρκο, βούλιαζες κάθε φορά σ' ένα χειρότερο. Έπειτα, ψηλαφιστά, παρατηρώντας προσεκτικά γύρω μου, ανακάλυψα σταδιακά ποιο είναι εκείνο που σε κρατά δέσμιο: είσαι δεσμώτης του εαυτού σου. Ο μόνος υπεύθυνος για τη σκλαβιά σου είσαι εσύ ο ίδιος. Μόνον εσύ και κανένας άλλος, άκου που σου λέω!
Δεν το 'χεις ξανακούσει αυτό, έτσι; Οι ελευθερωτές σου λένε πως ο Κάιζερ, ο Τσάρος, ο Πάπας Γρηγόριος ο ΚΖ', ο Μόργκαν, ο Κρουπ κι ο Φορντ, αυτοί είναι οι δυνάστες σου. Και ποιοι είναι οι ελευθερωτές σου; Ο Μουσολίνι, ο Ναπολέων, ο Χίτλερ και ο Στάλιν.
Γι' αυτό σου λέω: «Εσύ μονάχα μπορείς να γίνεις ελευθερωτής του εαυτού σου!»
Σ' αυτό το σημείο διστάζω. Ισχυρίζομαι πως αγωνίζομαι για την αλήθεια και την αγνότητα. Όμως, ενώ αποφάσισα να σου πω την αλήθεια για τον εαυτό σου, τώρα διστάζω. Σε φοβάμαι, εσένα και τη στάση σου απέναντι στην αλήθεια. Όταν η αλήθεια σε αφορά, γίνεται επικίνδυνη. Μπορεί να είναι ευεργετική, μα μπορεί επίσης να γίνει λάβαρο στα χέρια της κάθε συμμορίας. Αν δεν ήταν έτσι, δε θα ήσουν στη θέση που βρίσκεσαι σήμερα.
Ο νους μού υπαγορεύει: «Πες την αλήθεια, ανεξάρτητα απ' το τίμημα». Ο ανθρωπάκος μέσα μου λέει: «Θα ήταν βλακεία να εμπιστευτείς τον εαυτό σου στο έλεος του ανθρωπάκου. Ο ανθρωπάκος δε θέλει να ακούσει την αλήθεια για τον εαυτό του. Δε θέλει να σηκώσει το φορτίο της μεγάλης ευθύνης που τον βαρύνει, είτε του αρέσει, είτε όχι. Θέλει να παραμείνει ανθρωπάκος, ή να γίνει μεγάλος ανθρωπάκος. Θέλει να γίνει πλούσιος, εργατοπατέρας, επικεφαλής του συλλόγου βετεράνων ή πρόεδρος του φιλόπτωχου. Δε θέλει, όμως, να αναλάβει την ευθύνη για τη δουλειά του, για τα αποθέματα τροφίμων, για το οικιστικό, τη συγκοινωνία, την παιδεία, τις επιστημονικές έρευνες, τη διοίκηση ή οτιδήποτε άλλο».
Ο ανθρωπάκος μέσα μου λέει:
«Έγινες πια μεγάλος και τρανός, γνωστός σε Γερμανία, Αυστρία, Σκανδιναβία, Αγγλία, Αμερική και Παλαιστίνη. Οι κομμουνιστές σε πολεμούν. Οι "σωτήρες των πολιτιστικών αξιών" σε μισούν. Τα θύματα της συναισθηματικής πανούκλας σε διώκουν. Έχεις γράψει δώδεκα βιβλία και εκατόν πενήντα άρθρα για την αθλιότητα της ζωής, την αθλιότητα του ανθρωπάκου. Το έργο σου διδάσκεται στα πανεπιστήμια και άλλοι μεγάλοι, μοναχικοί άνθρωποι, λένε πως είσαι πολύ μεγάλος άνθρωπος. Συγκαταλέγεσαι ανάμεσα στους κολοσσούς της επιστήμης. Ανακαλύπτοντας την κοσμική ενέργεια της ζωής και τους νόμους που διέπουν τη ζωντανή ύλη, έκανες τη μεγαλύτερη ανακάλυψη των τελευταίων αιώνων. Βοήθησες να γίνει κατανοητή η φύση του καρκίνου. Είπες την αλήθεια. Γι' αυτό σε κυνηγούν από χώρα σε χώρα. Τώρα δικαιούσαι να ξεκουραστείς. Απόλαυσε την επιτυχία και τη φήμη σου. Σε λίγα χρόνια το όνομά σου θα ακούγεται παντού. Αρκετά έκανες. Φτάνει πια. Αφοσιώσου πλέον στις μελέτες σου για το λειτουργικό νόμο της φύσης».
Έτσι λέει ο ανθρωπάκος μέσα μου, επειδή σε φοβάται, ανθρωπάκο.
Για πολλά χρόνια ήμουν σε στενή επαφή μαζί σου. Μέσα από τις προσωπικές μου εμπειρίες γνώριζα τη ζωή σου και ήθελα να σε βοηθήσω. Διατηρούσα τούτη την επαφή, επειδή έβλεπα ότι σε βοηθούσα πραγματικά κι ότι δεχόσουν πρόθυμα τη βοήθειά μου, συχνά με δάκρυα στα μάτια. Λίγο-λίγο, όμως, άρχισα να καταλαβαίνω ότι ενώ ήσουν πρόθυμος να δεχτείς τη βοήθειά μου, ήσουν ανίκανος να την υπερασπιστείς. Την υπερασπίστηκα εγώ για σένα και πάλεψα σκληρά για λογαριασμό σου. Μα ήρθαν οι ηγέτες σου και κατέστρεψαν το έργο μου· κι εσύ τους ακολούθησες, δίχως να βγάλεις άχνα. Μετά απ' αυτό διατήρησα την επαφή μαζί σου, ελπίζοντας να ανακαλύψω τον τρόπο που θα μπορούσε κανείς να σε βοηθήσει χωρίς να καταστραφεί, είτε ως ηγέτης, είτε ως θύμα σου. Ο ανθρωπάκος μέσα μου ήθελε να σε κερδίσει, να σε «σώσει», να τον θωρείς με το ίδιο δέος που αντιμετωπίζεις τα «ανώτερα μαθηματικά», επειδή δεν έχεις ιδέα τι είναι. Όσο λιγότερο καταλαβαίνεις, τόσο περισσότερο δέος νιώθεις. Ξέρεις τον Χίτλερ καλύτερα από τον Νίτσε, τον Ναπολέοντα καλύτερα από τον Πεσταλότσι. Θεωρείς κάποιον βασιλιά σημαντικότερο απ' τον Sigmund Freud. Ο ανθρωπάκος μέσα μου θέλει να σε κερδίσει, όπως σε κερδίζουν συνήθως με τα ταμ-ταμ της ηγεσίας. Όταν ο ανθρωπάκος μέσα μου ονειρεύεται να «σε οδηγήσει στην ελευθερία», σε φοβάμαι. Υπάρχει κίνδυνος να ανακαλύψεις μέσα μου τον εαυτό σου κι εμένα μέσα σου, να τρομάξεις και γυρεύοντας να δολοφονήσεις τον εαυτό σου, να δολοφονήσεις εμένα. Μα δεν είμαι πια πρόθυμος να πεθάνω, υπερασπίζοντας την ελευθερία σου να είσαι σκλάβος του καθενός.
Δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Αντιλαμβάνομαι ότι η «ελευθερία να είσαι σκλάβος του καθενός» δεν είναι ευκολονόητη ιδέα.
Προκειμένου να ξεφύγεις από την κατάσταση του σκλάβου που είναι αφοσιωμένος σε έναν και μοναδικό αφέντη και να γίνεις σκλάβος του καθενός, πρέπει πρώτα να σκοτώσεις το συγκεκριμένο δυνάστη, τον τσάρο ας πούμε. Δίχως, όμως, επαναστατικά κίνητρα και υψηλά ιδανικά περί ελευθερίας, δεν μπορείς να διαπράξεις έναν τέτοιο πολιτικό φόνο. Συνεπώς, ιδρύεις ένα επαναστατικό κόμμα κάτω από την ηγεσία ενός πραγματικά μεγάλου ανθρώπου, του Ιησού, ας πούμε, του Μαρξ, του Λίνκολν ή του Λένιν. Τούτος ο πραγματικά μεγάλος άνθρωπος παίρνει πολύ σοβαρά το θέμα της ελευθερίας σου. Αν θέλει να πετύχει πρακτικά αποτελέσματα, είναι υποχρεωμένος να μαζέψει γύρω του ένα σωρό ανθρωπάκια, βοηθούς κι εκτελεστικά όργανα, επειδή δεν μπορεί να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο κολοσσιαίο έργο μονάχος.
Αν δε συγκέντρωνε γύρω του μερικά μεγάλα ανθρωπάκια, δε θα τον καταλάβαινες, θα τον αγνοούσες. Περιβάλλεται από μεγάλα ανθρωπάκια για να αποκτήσει δύναμη για χάρη σου, να κατακτήσει μιαν αλήθεια, ή να θεμελιώσει μια νέα, καλύτερη πίστη. Γράφει ευαγγέλια, φτιάχνει νόμους για να διασφαλίσει την ελευθερία σου κι υπολογίζει στη βοήθειά σου και την προθυμία σου να τον συνδράμεις. Σε τραβάει έξω από τον κοινωνικό βούρκο, όπου είχες βουλιάξει. Προκειμένου, όμως, να κρατήσει ενωμένα όλα τα μεγάλα ανθρωπάκια και να μη χάσει την εμπιστοσύνη σου, ο πραγματικά μεγάλος άνθρωπος αναγκάζεται, λίγο-λίγο, να θυσιάσει τη μεγαλοσύνη που ανέπτυξε με μόχθο, σε βαθιά πνευματική απομόνωση, μακριά από σένα και τη σύγχυση της καθημερινότητάς σου, μα πάντα σε στενή επαφή με τη ζωή σου. Προκειμένου να σε καθοδηγεί, πρέπει να σου επιτρέψει να τον λατρεύεις σαν απρόσιτο Θεό. Δε θα του είχες καμιά εμπιστοσύνη αν παρέμενε ο απλός άνθρωπος που ήταν και πριν, αν συζούσε, για παράδειγμα, με μια γυναίκα, δίχως να έχουν ενωθεί με τα δεσμά του γάμου. Έτσι, εσύ ο ίδιος δημιουργείς τον καινούργιο αφέντη σου. Όμως, εξυψωμένος στο βαθμό του καινούργιου αφέντη, ο μεγάλος άνθρωπος χάνει τη μεγαλοσύνη του, που ήταν συνισταμένη ακεραιότητας, απλότητας, θάρρους και επαφής με την πραγματικότητα της ζωής. Τα μεγάλα ανθρωπάκια, που αντλούν το κύρος τους από το μεγάλο άνθρωπο, καταλαμβάνουν καίριες θέσεις στην οικονομία, τη διπλωματία, την κυβέρνηση, τις τέχνες και τις επιστήμες. Εσύ παραμένεις εκεί που ήσουν εξαρχής, στο βούρκο! Εξακολουθείς να περιφέρεσαι ρακένδυτος, για χάρη του «μέλλοντος του σοσιαλισμού», ή του «Τρίτου Ράιχ». Εξακολουθείς να ζεις σε λασποκαλύβες, σοβαντισμένες με κοπριά. Είσαι, όμως, περήφανος για το Μέγαρο του Πολιτισμού. Είσαι ικανοποιημένος με την ψευδαίσθηση πως έχεις δύναμη... Μέχρι τον επόμενο πόλεμο και την πτώση των καινούργιων αφεντάδων.
Άλλα ανθρωπάκια σε μακρινές χώρες μελέτησαν διεξοδικά τον πόθο σου να είσαι σκλάβος του καθενός. Κι αυτό τους δίδαξε πώς να γίνονται μεγάλα ανθρωπάκια, με τη μικρότερη νοητική προσπάθεια. Τούτα τα μεγάλα ανθρωπάκια δε γεννήθηκαν σε επαύλεις· αναδύθηκαν από τις δικές σου τάξεις. Πείνασαν, όπως κι εσύ. Υπέφεραν, όσο κι εσύ. Ανακάλυψαν έναν ταχύτερο τρόπο να αλλάζουν αφέντες. Επί εκατοντάδες χρόνια αληθινά μεγάλοι διανοητές έκαναν ανυπολόγιστες θυσίες. Αφιέρωσαν το νου και τη ζωή τους για να σου εξασφαλίσουν την ελευθερία και την ευημερία σου. Ε, λοιπόν, τα ανθρωπάκια που αναδύθηκαν από τους κόλπους σου, ανακάλυψαν πως δε χρειάζεται να καταβάλει κανείς τόσο κόπο και μόχθο. Εκείνο που κατόρθωσαν, μετά από δοκιμασίες και σκληρό πνευματικό αγώνα πολλών χρόνων, οι αληθινά μεγάλοι διανοητές, αυτοί κατάφεραν να το καταστρέψουν σε λιγότερο από πέντε. Μάλιστα, τα ανθρωπάκια από τις τάξεις σου ανακάλυψαν τον τρόπο να επισπεύδουν τη διαδικασία. Η μέθοδός τους είναι χυδαία και κτηνώδης. Σου λένε απερίφραστα ότι εσύ κι η ζωή σου, τα παιδιά κι η οικογένειά σου δεν αξίζουν πεντάρα· ότι είσαι ένα ηλίθιο ανδράποδο που μπορούν να το κάνουν ό,τι θέλουν. Δε σου υπόσχονται ατομικές, μα εθνικές ελευθερίες. Δε λένε λέξη περί αυτοσεβασμού. Σου λένε μονάχα να σέβεσαι το κράτος. Δε σου υπόσχονται προσωπική μεγαλοσύνη, αλλά εθνικό μεγαλείο. Εφόσον η «ατομική ελευθερία» και η «ατομική μεγαλοσύνη» δε σημαίνουν για σένα το παραμικρό, ενώ η «εθνική ελευθερία» και τα «εθνικά συμφέροντα» διεγείρουν τις φωνητικές σου χορδές ακριβώς όπως τρέχουν τα σάλια του σκύλου μπροστά στο κόκαλο. Ο ήχος αυτών των λέξεων σε κάνει να ζητωκραυγάζεις. Φυσικά, κανένα από αυτά τα ανθρωπάκια δεν πληρώνει το τίμημα της γνήσιας ελευθερίας που πλήρωσε ο Τζιορντάνο Μπρούνο, ο Ιησούς, ο Καρλ Μαρξ ή ο Λίνκολν. Δε σ' αγαπούν, ανθρωπάκο· σε περιφρονούν, επειδή περιφρονείς τον εαυτό σου. Σε ξέρουν απ' έξω κι ανακατωτά, καλύτερα απ' ό,τι σε ξέρουν οι Ροκφέλερ και οι Τόρις. Γνωρίζουν τις χειρότερες αδυναμίες σου, όπως θα έπρεπε να τις γνωρίζεις εσύ. Σε θυσίασαν σ' ένα σύμβολο κι εσύ τους έδωσες τη δύναμη να σ' εξουσιάζουν. Εσύ ο ίδιος τους αναγόρευσες αφεντικά σου και συνεχίζεις να τους στηρίζεις, παρόλο που πέταξαν τις μάσκες τους. Στο 'παν κατάμουτρα: «Είσαι και θα είσαι πάντα κατώτερος, ανίκανος να αναλάβεις την παραμικρή ευθύνη». Κι εσύ τους αποκαλείς καθοδηγητές και σωτήρες και φωνάζεις «ζήτω, ζήτω».
Σε φοβάμαι, ανθρωπάκο. Σε τρέμω, επειδή από σένα εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Σε φοβάμαι, επειδή το κυριότερο μέλημά σου στη ζωή είναι να δραπετεύεις από τον εαυτό σου. Είσαι άρρωστος, ανθρωπάκο, άρρωστος βαριά. Δε φταις εσύ γι' αυτό, μα έχεις υποχρέωση να γιατρευτείς. Θα 'χες από καιρό αποτινάξει τα δεσμά σου, αν δεν ενθάρρυνες ο ίδιος την καταπίεση και δεν τη στήριζες άμεσα με τις πράξεις σου. Καμία αστυνομική δύναμη στον κόσμο δε θα ήταν ικανή να σε συντρίψει, αν διέθετες στην καθημερινή σου ζωή έστω και μια στάλα αυτοσεβασμό· αν συνειδητοποιούσες, πραγματικά συνειδητοποιούσες, πως χωρίς εσένα η ζωή δε θα συνέχιζε ούτε μια ώρα. Στο είπε αυτό ο ελευθερωτής σου; Σε αποκάλεσε «Προλετάριο του Κόσμου», αλλά δε σου είπε ότι εσύ, και μόνο εσύ, είσαι υπεύθυνος για τη ζωή σου (κι όχι για την τιμή της πατρίδας σου).
Πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι εσύ αναγορεύεις τα ανθρωπάκια σου καταπιεστές και φοράς το αγκάθινο στεφάνι του μαρτυρίου στους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους. Ότι τους σταυρώνεις και τους λιθοβολείς, ή τους αναγκάζεις σε λιμοκτονία. Ότι δεν τους σκέφτεσαι ποτέ, ούτε λογαριάζεις όσα έκαναν για σένα. Ότι δεν έχεις ιδέα σε ποιους χρωστάς όσα απολαμβάνεις στη ζωή...


Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012




...η αγάπη μου για σένα ξεπερνάει τα όρια του επιθυμητού

αγγίζει τα όρια του ουρανού και της χρυσής αχτίνας του ήλιου

τρομάζει μπροστά στις επιθυμίες του κορμιού

γαληνεύει σ' ένα χαμόγελο που της χαρίζεις...

...η αγάπη μου για σένα φτιάχνει καινούργιες λέξεις

σ' ακολουθεί και σου τις τραγουδά για να υπάρχουν

παραμερίζοντας τα ανόητα πάθη των καιρών μας

προστατεύει την γλυκιά παρουσία της ύπαρξής σου...

...η αγάπη μου για σένα ξορκίζει το κακό

πλησιάζει την καρδιά σου και την ξεφυλλίζει

διαβάζοντας παραμύθια ζωγραφίζοντας εικόνες

ρίχνει βαθειά το όνειρο για να ξεκουραστεί μέσα σου...

...η αγάπη μου για σένα κρατάει τη ζωή μου ανθισμένη

στραγγίζει από τα μάτια σου το φως και προχωράει

ξεπερνάει δύσκολες στιγμές και ανασαίνει καινούργια αρώματα

κάνει το έρωτα αρχή και αντιστέκεται...

...η αγάπη μου για σένα κάνει όλα τα πρωινά όμορφα

καλημερίζει το πρώτο σου άγγιγμα με ευλάβεια

και ευλογεί τις ώρες που θα φέρουν τη νύχτα

για ένα καινούργιο ταξίδι στον λαβύρινθό σου...

Αλεξάνδρα Αναγνωστοπούλου


Η σιωπή του έρωτα – ποίημα του Όσκαρ Γουάιλντ



Έτσι όπως συχνά ο ήλιος με την εντυπωσιακή του λάμψη

διώχνει το θαμπό φεγγάρι, όσο και αν αντιστέκεται

στη σκοτεινή σπηλιά του, χωρίς να ακούσει

ούτε ένα τραγουδι από το αηδόνι

έτσι η ομορφιά σου μου σφραγίζει τα χείλη

και κάνει παράφωνα για μένα τα πιο όμορφα τραγούδια

Κι όπως την αυγή πάνω από τα λιβάδια

περνά ο άνεμος με τα ορμητικά του φτερά

και σπάει τα καλάμια με τα δυνατά φιλιά του

που αυτά μόνο, μπορούν να γίνουν όργανα τραγουδιού

έτσι τα ορμητικά μου πάθη, παραδέρνουν συνέχεια μέσα μου

και η τόσο μεγάλη αγάπη κάνει την αγάπη μου βουβή

Όμως τα μάτια μου σου έδειξαν εσένα

γιατί είμαι σιωπηλός και η λύρα μου ακούρδιστη

πριν γίνει ο χωρισμός μας μοιραίος

και πριν μας αναγκάσει να φύγουμε

εσύ για άλλα χείλη που τραγουδούν με αρμονία

κι εγώ εδώ να αναπολώ μάταια

φιλιά που δεν έδωσα, τραγούδια που δεν είπα.


Πρωινό Μέθης-Αρθούρ Ρεμπώ


Ω Αγαθό μου!

Ω το Ωραίο μου!

Φανφάρα βάναυση όπου δε σκοντάφτω καθόλου!

Στρεβλή μαγική!

Ουρά για το ανήκουστο έργο και για το

θαυμαστό σώμα, για πρώτη φορά.

Αυτό άρχισε κάτω από τα γέλια των παιδιών,

θα τελειώσει από αυτά.

Το δηλητήριο τούτο θα μείνει σε όλες τις φλέβες μας,

ακόμα και όταν,

καθώς η φανφάρα στραφεί,

θα παραδοθούμε στην παλιά δυσαρμονία.

Ω τώρα, εμείς τόσο άξιοι για αυτά τα μαρτύρια.

Ας μαζέψουμε με θέρμη αυτή την υπεράνθρωπη υπόσχεση

καμωμένη στο πλασμένο σώμα μας και στην ψυχή μας,

αυτή την υπόσχεση, αυτή την παραφροσύνη.

Η κομψότητα, η γνώση, η βιαιότητα!

Μας υποσχέθηκαν να θάψουν στη σκιά το δέντρο

του καλού και του κακού, να εξοστρακίσουν τις

τυραννικές εντιμότητες, για να οδηγήσουμε

τον πολύ αγνό μας έρωτα.

Αυτό αρχίνησε με μερικές αηδίες και αυτό τελείωσε,

μην μπορώντας να μας αρπάξει αμέσως από αυτή την

αιωνιότητα,

αυτό τελείωσε με ένα σκόρπισμα αρωμάτων.


Γέλιο των παιδιών,

διακριτικότητα των σκλάβων,

αυστηρότητα των παρθένων,

φρίκη των μορφών και των εδώ αντικειμένων,

να είστε καθηγιασμένοι με την ανάμνηση

αυτής της αγρυπνίας.

Να που τελειώνει με αγγέλους φλόγας και πάγου.


Μικρό ξενύχτι μεθυσιού, άγιο!

όταν αυτό δε θα ήταν παρά για τη μάσκα που μας

χάρισες.

Σε βεβαιώνουμε, μέθοδε!

Δεν ξεχνούμε ότι δόξασες χθες την καθεμιά από

τις ηλικίες μας.

Έχουμε πίστη στο δηλητήριο.

Ξέρουμε να δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα.

Νάτη η εποχή των Δολοφόνων.


Ὁ μικρὸς Ναυτίλος




Ὅτι μπόρεσα ν΄ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ΄ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.




Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.




μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.


Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Η Κιθάρα-Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα




Αρχίζει ο θρήνος

της κιθάρας.

Σπάνε οι κούπες

της χαραυγής.

Αρχίζει ο θρήνος

της κιθάρας.

Αδύνατο 'ναι

να την κάνεις να σωπάσει.

Κλαίει μονότονα

ως κλαίει το νερό,

ως κλαίει ο άνεμος

πάνω στο πεσμένο χιόνι.

Αδύνατο 'ναι

να την κάνεις να σωπάσει.

Κλαίει για πράματα

μακρινά.

Αμμουδιά από ζεστό νοτιά

που πεθυμάει άσπρες καμέλιες.

Κλαίει το βέλος δίχως στόχο,

το βράδυ δίχως χαραυγή,

και το πρώτο πεθαμένο πουλί

πάνω στο κλαδί.

Ώ κιθάρα!

Καρδιά βαριοπληγωμένη

από πέντε σπαθιά.











...μου αρέσει...

...μου αρέσει να χάνομαι μέσα στα μάτια σου
να λατρεύω τις δειλές σου κινήσεις
με μεθάει η γεύση απ' τα χείλη σου
που έχουν το άρωμα της θάλασσας...
...μου αρέσει να ταξιδεύω στα κρυφά μονοπάτια σου
με την ελπίδα να σ' έχω για πάντα
να γλεντάμε μαζί τα μικρά καλοκαίρια μας
να περνάμε χειμώνες αναπολώντας στιγμές...
...μου αρέσει να σ' ανταμώνω πάντα
στο χαμόγελο της πρώτης συνάντησης
στα πρώτα φιλιά και τα δάκρυα
και στην πρώτη γλυκιά καλημέρα...

Αλεξάνδρα Αναγνωστοπούλου

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ



Ολη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου


κοντά στη θάλασσα, στο νησί.


Ησουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο


ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.





Ισως πολύ αργά


ενώθηκαν τα όνειρά μας,


στα ψηλά ή στα βαθιά,


στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,


στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.





Ισως το όνειρό σου


χωρίστηκε από το δικό μου


και στη σκοτεινή θάλασσα


με έψαχνε


όπως πρώτα


όταν δεν υπήρχες ακόμα,


όταν χωρίς να σε διακρίνω


έπλεα στο πλάι σου,


και τα μάτια σου έψαχναν


αυτό που τώρα


- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -


σου δίνω με γεμάτα χέρια,


γιατί εσύ είσαι το κύπελλο


που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.





Κοιμήθηκα μαζί σου


όλη τη νύχτα, ενώ


η σκοτεινή γη γυρίζει


με ζωντανούς και νεκρούς,


και σαν ξύπνησα ξάφνου


καταμεσής στη σκιά


το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου.


Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος


μπόρεσαν να μας χωρίσουν.





Κοιμήθηκα μαζί σου


και ξύπνησα με το στόμα σου


βγαλμένο από τον ύπνο


να μου δίνει τη γεύση από τη γη,


από τη θάλασσα, από τα φύκια,


από το βάθος της ζωής σου,


και δέχτηκα το φιλί σου


μουσκεμένο από την αυγή


σαν να έφθανε


από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.